σχετίζω — Ν 1. συσχετίζω, συνδέω, αλληλεξαρτώ («δεν μπορείς να σχετίσεις την τωρινή συμπεριφορά του με αυτό που συνέβη μεταξύ σας πριν από δέκα χρόνια») 2. παρομοιάζω, συγκρίνω 3. μέσ. σχετίζομαι α) διατηρώ σχέσεις με κάποιον β) συνδέομαι ερωτικά με… … Dictionary of Greek
σχετίζω — σχέτισα, σχετίστηκα, σχετισμένος 1. αντιμετωπίζω κάτι σε συνάρτηση με κάτι άλλο: Σχετίζει την τωρινή εποχή με άλλες παλιότερες. 2. το μέσ., σχετίζομαι έχω φιλικούς δεσμούς με κάποιον: Σχετίζεται με σπουδαία πρόσωπα. 3. έχω σχέση με κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συσχετίζω — Ν 1. σχετίζω κάτι με κάτι άλλο 2. (κατ επέκτ.) αναζητώ ή καθορίζω την μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχετίζω (< σχέση). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Παν. Χιώτη] … Dictionary of Greek
σχέτιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σχετίζω, συσχέτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχετίζω. Η λ., στον λόγιο τ. σχέτισις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… … Dictionary of Greek
σχετίζομαι — σχετίζομαι, σχετίστηκα, σχετισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: σχετίζω, σχετίζομαι : στην ενεργητική φωνή πιο εύχρηστο είναι το ρ. συσχετίζω, με την ίδια έννοια. Στην παθητική φωνή το σχετίζομαι σημαίνει → έχω σχέση με κάτι ή κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συσχετίζω — συσχέτισα, συσχετίστηκα, συσχετισμένος 1. σχετίζω κάτι με ένα άλλο, συνδυάζω: Μη συσχετίζεις τα δύο ζητήματα. 2. καθορίζω τη σχέση ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)